,

Κράσι

αυτό το καταφύγιο | αυτό το ορμητήριο

N-id: 1083 Κατηγορίες: , Σελίδες: 192 Σχήμα: 19,5 x 21 Xρονολογία: 2004 Εκδόσεις: Δήμος Μαλίων

Προλογικό Σημείωμα της Συγγραφέως
Ως προς τον τίτλο του βιβλίου…

Υπήρξε δάνειο από το αριστουργηματικό έργο του Δ. Bασιλειάδη και τούτο γιατί, ανιχνεύοντας τα σημάδια του οικισμού στο απώτατο παρελθόν, διαπίστωσα ότι το Kράσι, εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης αλλά και του εξαίρετου φυσικού του περιβάλλοντος, υπήρξε ακριβώς αυτό. Iδανικό καταφύγιο ήδη από την περίοδο παρακμής του κρητομυκηναϊκού κόσμου, καταφύγιο όχι μόνο των μινωιτών αλλά και των επήλυδων που κατέφυγαν στις δυσπρόσιτες βουνοπλαγιές της Δίκτης ιδρύοντας ασφαλείς οικισμούς οπώς το Kαρφί και το Kαβούσι ανατολικότερα.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους γίνεται το καταφύγιο αλλά και το ορμητήριο επικηρυγμένων επαναστατών, εστία συνεχών παρενοχλήσεων και αντίστασης κατά των Bενετών και των Tούρκων κατακτητών στους αιώνες που ακολουθούν.
Όσο για το πρόσφατο παρελθόν, είναι γνωστό πως το Kράσι δε γνώρισε μήτε ιταλική μήτε και γερμανική κατοχή. Όσοι κατέφυγαν στο χωριό τα δύσκολα εκείνα χρόνια κατάφεραν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς χωρίς να γνωρίσουν την πείνα και τις στερήσεις άλλων περιοχών, γιατί το χωριό με τα πολλά μετόχια γύρω του εξασφάλιζε επάρκεια αγαθών για όλους.
Στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας το «χωρίον» επανέρχεται δυναμικά. Σήμερα η ζωή, η κατοικία, η δημιουργία στην ύπαιθρο θεωρείται έκφραση ποιοτικής διαβίωσης και ευγενούς ζωής.
H Eλλάδα βέβαια είναι ακόμη πίσω, σε σχέση με την υπόλοιπη Eυρώπη σ’ αυτές τις νέες τάσεις γιατί οι «αναπτυξιακές πολιτικές» κατέστρεψαν το ιστορικό, φυσικό, περιβαλλοντικό κεφάλαιο και ακύρωσαν οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική, βλέπε βόρεια Kρήτη, Aιγαίο, Xαλκιδική κ.λπ.
Tο ειδυλλιακό Kράσι στα πλαίσια αυτής της νέας προοπτικής που επενδύει στην ομορφιά του τοπίου, στην προώθηση των τοπικών αγροτικών προϊόντων και βεβαίως στον ανθρώπινο παράγοντα, μπορεί ν’ αποτελέσει ένα πρωτοπόρο αναπτυξιακό πρότυπο.
Tο καταπράσινο «πέλαγος» της ελιάς στη Λαγκάδα θα αναδεικνυόταν ως ο ιδανικός δρόμος του λαδιού, ένας δρόμος ιστορικής, γαστρονομικής, τουριστικής διαδρομής που θα έβγαζε τους κατοίκους από την κοινωνική περιθωριοποίηση, θα αναβάθμιζε τους ιστορικούς οικισμούς και θα έκανε τους αγρότες ν’ ανακτήσουν την έννοια του καλλιεργητή. Θα γίνονταν αυτό που ήταν για αιώνες: οι διαχειριστές ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος, οι θεραπευτές και οι κοσμήτορες της γης σύμφωνα με την Hσιόδεια αντίληψη της καλλιέργειας, του πολιτισμού…


Πρόλογος

Καθισμένη στα πέτρινα κατώφλια της Ασπασίας, άκουα αμίλητη κι αχόρταγη τις διηγήσεις των Κρασανών γύρω από αξιομνημόνευτα γεγονότα, που ο χρόνος έντυσε με την αχλύ του μύθου και οι άνθρωποι με το ολοζώντανο και καθαρό ιδίωμα της περιοχής.
Τα βράδια του καλοκαιριού οι βεγγέρες άρχιζαν συνήθως μετά το βραδινό φαγητό, κι έτσι καθώς το σκοτάδι τύλιγε σιωπηλά το χωριό μας, ανάβαμε τις λάμπες, σφαλίζαμε τις πόρτες με το βαρύ σύρτη και συντροφιά πάντοτε με τον παππού το Γιώργο και τη γιαγιά μου την Καλλιόπη δρασκελίζαμε τα σκαλοπάτια για να βρεθούμε στο καμαροσκέπαστο «πόρτεγο» της σεβάσμιας Ασπασίας.
Όλη η απάνω γειτονιά μαζευόταν εκεί, όπου μαζί με τις «αδερφίδες» και τις «συγγένισσές» της, τα εγγόνια, τ’ ανήψια, τους γείτονες και τους περαστικούς, όλη η περιοχή μεταμορφωνόταν σ’ ένα μικρόκοσμο αγάπης και συντροφικότητας στην καρδιά του μικρού χωριού.
Οι τρεις αδελφές είχαν κερδίσει το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των χωριανών, γιατί ήταν οι μόνες γυναίκες που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα της «χώρας», να ταξιδέψουν μέχρι τους Αγίους Τόπους και να γίνουν «Χατζήνες».
Από τα μακρινά τους ταξίδια είχαν κουβαλήσει πολύτιμα γιατρικά και φυλαχτάρια που μαζί με άλλα θεραπευτικά μέσα, όπως το σαράντισμα, τις γηθειές και το σταύρωμα, προσπαθούσαν ν’ ανακουφίσουν προσωρινά, τουλάχιστον, όσους χωριανούς είχαν χάσει την υγειά τους.
Το ασύλληπτο για την εποχή τους ταξίδι το χρώσταγαν στον αδελφό τους το Γιάννη, γνωστό σ’ όλη τη Λαγκάδα, ως «Αμερικάνος». Ήταν ακόμη κοπέλι όταν μπάρκαρε για την Αμερική, προσκεκλημένος της θειάς του, της δυναμικής κερά-Καλλιόπης, καταφέρνοντας γρήγορα σχετικά, να γίνει ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες στην Ονδούρα.
«Από ‘κειά που ψήνει ο ήλιος το ψωμί;» μ’ αυτή τη φράση προσδιόριζαν οι αδελφές του το μακρινό τόπο που ζούσε ο προστάτης τους, από ‘κει μακρυά λοιπόν έφθαναν τα δολάρια στο Κράσι προσφέροντας στους συγγενείς του τη δυνατότητα να ζουν πλουσιοπάροχα και να βοηθούν όσους είχαν ανάγκη, σε μια εποχή που πολλοί Κρασανοί εγκατέλειπαν το χωριό αναζητώντας σε μακρινές χώρες μια καλύτερη ζωή.
Μέσα σε κείνο το σπίτι, λοιπόν, και από στόμα αυτών των μαυροφορεμένων από την κορφή ίσαμε τα νύχια γυναικών, ζωντάνευαν κόσμοι μαγικοί και πολύχρωμοι. Οι διηγήσεις τους για τα περασμένα ξυπνούσαν μνήμες που σπίθιζαν ξαφνικά σαν τη φλόγα της λάμπας κι έσβηναν στο δάκρυ που κυλούσε στα σκαμμένα από τις ρυτίδες μάγουλά τους.
Μ’ άρεσε πολύ ν’ ακούω την Ασπασία να ανιστορεί τα παλιά, μα πιο πολύ μ’ άρεσε να την ακούω να λέει για κείνον τον μεγάλο παπαγάλο, με τα φανταχτερά χρώματα που ήξερε να μιλά και να τραγουδά σαν άνθρωπος.
Τον είχε φέρει μαζί του ο «Αμερικάνος» όταν ήρθε για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια στο χωριό. Οι Κρασανοί είχανε τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από αυτό το περίεργο πουλί, που δεν έμεινε χωριανός που να μην επισκεφθεί το κατάλυμα των «Αμερικάνων», για να θαυμάσουν τον παπαγάλο που σκαλωμένος στα κλαδιά της πλαϊνής καρυδιάς τραγουδούσε στα σπανιόλικα…
Πολύ συχνά κατηφόριζε το στενό δρομάκι και η «Χατζολένη», η αλαφροΐσκιωτη του χωριού. Στα νιάτα της είχε δουλέψει στην Αίγυπτο, όπως πολλοί Κρασανοί τότε… Ύστερα από πολλά χρόνια γύρισε στο πατρικό της άφραγκη και μόνη, ανήμπορη πια και γυρτή πάνω στο ραβδάκι της τριγυρνούσε στο χωριό προσπαθώντας να εξοικονομήσει λίγο φαΐ και λίγο παραπάνω κρασί, που ήταν η αδυναμία της. Μόλις ρόδιζε το μάγουλό της και γλύκαινε η ματιά της, άρχιζε να λέει τα δικά της… Έλεγε για τις πανώριες φιλενάδες της, τις πεντάμορφες «ανεράιδες» που τις συναντούσε εκεί στα μέρη τα δικά τους. Τις έβλεπε πότε να λούζονται στα κρυστάλλινα νερά της στέρνας στην κάτω Κουρνιά και πότε να ξεπηδούν από το μύλο του Ψαράκη ανάμεσα στα θεόρατα πλατάνια και τους σκοτεινούς «ντρυγιάδες».
Ακουγε το απόκοσμο τραγούδι τους και διασχίζοντας τη σιωπηλή νύχτα κατέβαινε από το φτωχικό της στη μεγάλη πλατεία με τις θολωτές βρύσες για να τις καμαρώσει που χόρευαν, κάτω από τους απλωτούς κλώνους του μεγάλου πλάτανου.
Ήταν η μόνη ύπαρξη που μπορούσε να μοιράζεται δύο κόσμους άνισους και να μεταπηδά από τον έναν στο άλλον τόσο φυσικά όσο η μέρα ακολουθεί τη νύχτα.
Πέρασαν τόσα καλοκαίρια από τότε… Δεν θυμάμαι να πέρασα κανένα μακριά από το Κράσι· η αγάπη για αυτόν τον τόπο είναι φαίνεται όπως και η γη· κληροδοτείται από γενιά σε γενιά.
Έτσι και σήμερα· κάθε φορά που αντικρίζω τη γαλανή Σελένα, με διαπερνά το ίδιο ρίγος συγκίνησης και αισθάνομαι την ίδια ευτυχία που αισθανόμουν από παιδί.


Περιεχόμενα

Α’ μέρος

    • Η γη, το τοπίο, οι άνθρωποι
    • Το κλίμα
    • Η φυσιογνωμία του χώρου
    • Η κατοικία στο Κράσι
    • Λαϊκή ποίηση
    • Λαϊκή θεραπευτική
    • Λατρευτικά έθιμα
    • Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής
    • Τα ποιμενικά
    • Τ’ απαλέτια
    • Κρασανά διηγήματα
    • Κρασανές συνταγές

Β’ μέρος

    • Ιστορία – Aρχαιολογικοί χώροι
    • Πρωτομινωικός Θολωτός Τάφος
    • Καρφί
    • Το Κράσι κατά τη Βενετοκρατία (1204 – 1669)
    • Η μεγάλη Κρητική επανάσταση 1866-1869

Παράρτημα

  • Ιστορικά έγγραφα που αφορούν το Κράσι