Η Φιλοσοφία της Επιστήμης αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τομείς του σύγχρονου στοχασμού. Ως ανεξάρτητος κλάδος αναπτύχθηκε στο τέλος του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, ιδιαίτερη όμως άνθιση άρχισε να γνωρίζει στις δεκαετίες του ’30-’40. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου προβληματισμού, εφόσον τα θέματα που αφορούν στο χαρακτήρα και τη φύση της επιστήμης, στην εγκυρότητα της επιστημονικής μεθόδου, στον προσδιορισμό κριτηρίων για την οριοθέτηση της επιστημονικής γνώσης, και στον ορισμό της επιστημονικής αλήθειας –για να αναφέρω ενδεικτικά μόνον μερικά από τα βασικά– απασχολούν ιδιαίτερα ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς επιστημονικής και φιλοσοφικής κοινότητας.
Θα πρέπει ωστόσο να πω, ότι στην Eλλάδα ο κλάδος αυτός άρχισε να καλλιεργείται αρκετά όψιμα σε σχέση με τις άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου και η διδασκαλία του εισήχθηκε στα Πανεπιστήμια της χώρας μας κατά τις τελευταίες μόνο δεκαετίες. Τώρα όμως αναπτύσσεται ένα έντονο ενδιαφέρον, όχι μόνον στον Aκαδημαϊκό κόσμο, αλλά και στο ευρύ κοινό, για θέματα της Φιλοσοφίας της Επιστήμης. Παρατηρείται, έτσι, μια έντονη μεταφραστική δραστηριότητα με την παρουσίαση στη γλώσσα μας σημαντικών ξενόγλωσσων βιβλίων, παράλληλα όμως εμφανίζεται και μία πλούσια συγγραφική παραγωγή.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το δικό μου εγχείρημα. Έχοντας διδάξει ποικίλα θέματα Φιλοσοφίας της Eπιστήμης, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, παράλληλα με το ερευνητικό μου έργο στο χώρο αυτό για δύο και πλέον δεκαετίες, αποφάσισα να επιχειρήσω τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, το οποίο έχει χαρακτήρα εισαγωγικό. Στόχος μου είναι να προσφέρω στον αναγνώστη την ευκαιρία να σχηματίσει κατ’ αρχήν μία συνολική εικόνα για το αντικείμενο της Φιλοσοφίας της Eπιστήμης, και στη συνέχεια να παρακολουθήσει τη διερεύνηση σε βάθος κάποιων βασικών θεμάτων με εξαιρετικά σύγχρονο ενδιαφέρον.
Στην Eισαγωγή, λοιπόν, επιχειρώ μία χαρτογράφηση και ταξινόμηση των προβλημάτων που εξετάζονται στον κλάδο αυτό έτσι, ώστε μέσα από την παρουσίασή τους να σκιαγραφηθεί σε γενικές γραμμές το αντικείμενο, ο σκοπός και ο ρόλος της Φιλοσοφίας της Επιστήμης. Στα επόμενα τρία Μέρη του βιβλίου, έχω επιλέξει να παρουσιάσω αναλυτικά κάποια θέματα κεντρικού ενδιαφέροντος, με την παράλληλη εξέταση αντιπροσωπευτικών θεωριών που αναπτύχθηκαν στον εικοστό, κυρίως, αιώνα.
Στο Πρώτο Μέρος εξετάζω τα προβλήματα που αναφέρονται στη φύση και το χαρακτήρα των επιστημονικών θεωριών, της επιστημονικής μεθόδου, των κριτηρίων οριοθέτησης του επιστημονικού και της επιστημονικής αλήθειας. Την όλη συζήτηση την εντάσσω στο πλαίσιο της αντίθεσης μεταξύ του ορθολογικού και μη ορθολογικού μοντέλου των επιστημονικών θεωριών.
Στο Δεύτερο Μέρος επιχειρώ μία παρουσίαση του προβλήματος που αναφέρεται στο ρόλο των μοντέλων στην επιστήμη. H εξέταση του θέματος γίνεται μέσα από την αντιπαράθεση ρεαλισμού – αντιρεαλισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στη ρεαλιστική προσέγγιση, εφόσον στόχος μου είναι να φωτισθεί ιδιαίτερα ο ρόλος που παίζουν τα μοντέλα στην επιστήμη, ως εξηγητικά σχήματα που έχουν ένα πραγματικό αντίκρισμα στο φυσικό κόσμο.
Στο Τρίτο Μέρος, τέλος, θεώρησα χρήσιμο να προβώ σε μια πιο αναλυτική, και σε βάθος, διερεύνηση ενός κρίσιμου για τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη προβλήματος: του προβλήματος που αναφέρεται στην πραγματικότητα του μη παρατηρήσιμου εν γένει, και ειδικότερα στην πραγματικότητα του φυσικού νόμου. H εξέταση του θέματος αυτού παρέχει πρόσφορο έδαφος για να τεθεί το πρόβλημα της αντίθεσης μεταξύ επιστημονικού ρεαλισμού και αντιρεαλισμού σε όλη του την ένταση.
Μέσα, λοιπόν, από την εξέταση των δύο αντιτιθέμενων βασικών τάσεων στο χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, επιχειρώ να αναπτύξω τη δική μου άποψη, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του επιστημονικού ρεαλισμού. Ταυτόχρονα, όμως, τη δική μου εκδοχή του ρεαλισμού την εμπλουτίζω με την Αριστοτελική αντίληψη για το φυσικό κόσμο και την επιστημονική γνώση, έχοντας την πεποίθηση, ότι έτσι μπορεί να συγκροτηθεί μια πιο σφαιρική και πλούσια σε περιεχόμενο απάντηση στην αντι-ρεαλιστική ανάγνωση της Επιστήμης.
Tη θέση μου αυτή την έχω αναπτύξει στο παρελθόν σε διάφορες ευκαιρίες με τη μορφή ανακοινώσεων σε συνέδρια και δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος από τα κεφάλαια, κυρίως του πρώτου και τρίτου Mέρους του βιβλίου, προκύπτει από τα ακόλουθα άρθρα και μελέτες μου: «Is there a Logic of Scientific Discovery? A Pragmatic-Realist Account of Rationality in Physical Theory». Στο M. Assimakopoulos (et al. eds.), Historical Types of Rationality. Proceedings of the First Greek-Soviet Symposium on Science and Society (Athens, 1990). «Τhe Reality of Thirdness: A Potential-Pragmatic Account of Laws of Nature». Στο R. Cohen (et al. eds.), Realism and Anti-realism in the Philosophy of Science (Kluwer, 1992), σσ. 75-97. «Τhe Reality of the Unobservable in Physical Theory: An Account of C. S. Peirce’s Pragmatic Realism», Reflexαo, PUCCAMP, Campinas, 57 (1993): 103-118. «O Χαρακτήρας του Φυσικού Νόμου: Μια Πραγματιστική-Ρεαλιστική Προσέγγιση». Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 11 (1994): 134-149. «Laws of Nature: ante Res or in Rebus?» International Studies in the Philosophy of Science 8, no. 3 (1994): 229–242.
Περιεχόμενα
Εισαγωγή: Τί είναι Φιλοσοφία της Επιστήμης;
Μέρος Ι: Ο χαρακτήρας των επιστημονικών θεωριών
- Ορθολογικά και μη ορθολογικά μοντέλα της Επιστήμης
- Ορθολογικά μοντέλα επιστημονικής αλλαγής και κριτηρίων ορθολογικότητας
- Θετικισμός και Αντι-ρεαλισμός
- Ο Ιστορικισμός των Thomas Kuhn και Paul Feyerabend
- Η Κοινωνιολογία της Γνώσης
- Το πρόβλημα της Επαγωγής και ο σκοπός της Επιστήμης
- Ο Karl Popper, το πρόβλημα της Επαγωγής και η θεωρία της διαψευσιμότητας
Μέρος ΙΙ: Ο ρόλος των μοντέλων στην Επιστήμη
- Ο ρόλος των μοντέλων στη διαμόρφωση των επιστημονικών θεωριών
- Η θεωρία των μοντέλων του Max Black
- Η Θεωρία των μοντέλων της Mary Hesse
- Η Θεωρία των μοντέλων του Rom Harre
- Μοντέλα και Επιστημονικός Ρεαλισμός
Μέρος ΙΙΙ: Μη παρατηρήσιμο, θεωρητικές οντότητες και φυσικός νόμος
- Το μη παρατηρήσιμο και οι θεωρητικές οντότητες
- Το μη παρατηρήσιμο και ο φυσικός νόμος