Θεσσαλονίκη 1-7-2003
Αγαπητές μου φίλες και φίλοι
Ομόγλωσσοι και αλλόγλωσσοι. Ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι. Ομόχρωμοι και αλλόχρωμοι. Ομοεθνείς και αλλοεθνείς. Είμαστε όμως ομόγενοι και συγκάτοικοι. Η επιστολή αυτή γράφεται από βαθειά εσωτερική ανάγκη, σε όλους εσάς, είτε είσθε έτοιμοι και ανεκτικοί ν’ ακούσετε την φωνή και την αγωνία ενός άγνωστου φίλου είτε όχι. Το μεγάλο προνόμιο του ανήσυχου ανθρώπου είναι να επικοινωνεί και να μοιράζεται με άλλους τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του. Του προνομίου αυτού κάνω χρήση σήμερα κι εγώ.
Ήθελα να σας γράψω πολλά χρόνια πριν, αλλά κάθε φορά που άρχιζα να σας γράφω, μια αόρατη, απροσδιόριστη δύναμη μέσα μου με σταματούσε. Ίσως εγώ δεν ήμουν έτοιμος, ίσως ο χρόνος δεν ήταν ο κατάλληλος, ίσως η ιστορική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήθελε να κλείσει κάποιες ακόμη σελίδες της. Όσο όμως και να περιμένω, ούτε η ιστορία σταματά, αλλά ούτε και ο χρόνος έχει τελειωμό. Γι’ αυτό κάποιες απόψεις μου που θέλω να σας εμπιστευθώ ίσως η ιστορική εξέλιξη να τις προσπεράσει. Αν είναι για το καλό της Ευρώπης και των ανθρώπων, δεν θα με στενοχωρήσει καθόλου. Μακάρι, κι ας εκτεθώ.
Είναι μεσοκαλόκαιρο του 2003. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που ζω, πριν μερικές μέρες ήταν το επίκεντρο της παγκόσμιας, αλλά κυρίως της Ευρωπαϊκής επικαιρότητας. Ο λόγος ήταν ότι αφ’ ενός η χώρα μου είχε την εκ περιτροπής προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφ’ ετέρου, εδώ έγινε για πρώτη φορά η σύνοδος των 25 Ευρωπαίων ηγετών και η παρουσίαση από τον κ. Ζισκάρ Ντε Στεν του προσχεδίου συντάγματος της Ευρώπης. Ήταν πράγματι μια ιστορική μέρα για όλη την Ευρώπη και ίσως για όλον τον κόσμο.
Τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν οι άνθρωποι να τα καταλάβουν τη στιγμή που γίνονται, είτε είναι αυτόπτες μάρτυρες είτε πρωταγωνιστές. Ίσως γιατί η ιστορία έχει το ειδικό της βάρος σε χρονικό βάθος και σε ιστορική έρευνα. Η επιστολή αυτή δεν έχει ούτε λόγο ούτε σκοπό να κάνει διδασκαλία, ούτε φυσικά και νουθεσία. Αυτοί οι ρόλοι ανήκουν στην οικογένεια και στο σχολείο. Αντίθετα από τα “πρέπει” που ακούμε συνήθως, όλες οι νέες γενιές, από τους γονείς μας, από τους δασκάλους μας, αλλά και από τους μεγαλύτερους σε ηλικία συνανθρώπους μας, θέλοντας να βρω το “γιατί”, επικοινωνώ μαζί σας.
Για τον λόγο αυτό απευθύνομαι στους νέους, στους δασκάλους και στους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις που πιθανόν υπάρχουν, και θα υπάρχουν, για την πορεία και το μέλλον της Ευρώπης, θα ήταν πιο φρόνιμο νομίζω να είμαστε αισιόδοξοι. Η αισιοδοξία άλλωστε είναι η βασική προϋπόθεση για κάθε άνθρωπο, για κάθε σκοπό και για κάθε πρόοδο. Αυτή η ευλογημένη και “Γηραιά Ήπειρος”, όπως την αποκαλούν, ήταν και είναι ο αργαλειός που ύφανε και υφαίνει τον πολιτισμό και την πρόοδο σε ολόκληρο τον κόσμο. Παράλληλα, όμως, υπήρξε και το θέατρο του παραλόγου, προκαλώντας δύο παγκόσμιους πολέμους (και δεκάδες άλλους τοπικούς κι εμφύλιους) σε διάστημα 25 χρόνων ο ένας παγκόσμιος πόλεμος από τον άλλον. Ο απολογισμός τραγικός. Ο παραλογισμός αυτός οδήγησε λαούς κι έθνη στην καταστροφή και στον μαρασμό. Εάν δεν γίνονταν οι πόλεμοι αυτοί, θα ήταν άλλη η πορεία και η εξέλιξη και της Ευρώπης και ολόκληρου του πλανήτη.
Ο σκοπός της επιστολής αυτής είναι να πείσει και τους πλέον δύσπιστους, αλλά και να δυναμώσει την πίστη όλων εκείνων που πιστεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδέα, να προωθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις τις διαδικασίες της ολοκλήρωσης, αλλά κυρίως, ν’ αγαπήσουν την Ευρώπη σαν το δικό τους σπίτι, σαν την μοναδική τους πατρίδα. Αργήσαμε πολύ. Ίσως περισσότερο από ό,τι έπρεπε.