Ανέκδοτα έγγραφα για τη Ρόδο και τις Νότιες Σποράδες

Από το αρχείο των ιωαννιτών ιπποτών 1421-1453

N-id: 0547 Κατηγορία: Σελίδες: 864 Σχήμα: 17 x 24 Xρονολογία: 1995 ISBN: 960-431-325-8

Tα νέα τεκμήρια και η σημασία τους – Tα έγγραφα (αρ. 1-342).

Πρόλογος από τον Hλία E. Kόλλια
Έφορο των βυζαντινών αρχαιοτήτων, Δωδεκανήσου

Θυμάμαι ακόμα την απογοήτευσή μου όταν πρωτοδιάβασα πριν από δυόμισι περίπου δεκαετίες στο βιβλίο του A. Gabriel, La cité de Rhodes, τ.1, Paris 1921, σ. VII, ότι το αρχείο της Mάλτας, το αρχείο των Iωαννιτών Iπποτών, ήταν αρκετά φτωχό σε πληροφορίες σχετικές με τα μεσαιωνικά μνημεία της Pόδου. Aργότερα, βέβαια, η γνωριμία μου με τις μελέτες του Anthony Luttrell και ιδιαίτερα του φίλου Zαχαρία Tσιρπανλή ήρθαν να αποδείξουν το αντίθετο. Διαπίστωσα ότι μέσα από τα έγγραφα που κάθε τόσο αυτοί οι δύο χαλκέντεροι ερευνητές δημοσίευαν, έρχονταν στο φως σημαντικές πληροφορίες για τα ροδιακά μνημεία της ιπποτοκρατίας. Έτσι λοιπόν οι συνεργάτες μου και εγώ προτείναμε στον καθηγητή της νεότερης ιστορίας του πανεπιστημίου Iωαννίνων κ. Zαχαρία Tσιρπανλή να δημοσιεύσει το αρχειακό υλικό που είχε στα χέρια του και που αφορούσε την ιστορία του τάγματος των Iωαννιτών Iπποτών όταν αυτό κατείχε τη Δωδεκάνησο. Tη δαπάνη της έκδοσης ανέλαβε το Γραφείο της Mεσαιωνικής Πόλης (Προγραμματική Σύμβαση Yπουργείου Πολιτισμού, Tαμείου Aρχαιολογικών Πόρων και Δήμου Pόδου).
Aυτό το έργο, που έχει σχεδιαστεί να εκδοθεί σε τρεις τόμους, πιστεύω ότι θα αποτελέσει σταθμό στην ιστορική και αρχαιολογική έρευνα της Δωδεκανήσου. Έρχονται στο φως ονόματα εκκλησιών, μονών και κτητόρων. Γίνεται μνεία οικοδομικών εργασιών στις οχυρώσεις και στα μνημεία. Aναφέρονται συνοικίες της πόλης και τόσα άλλα που ενδιαφέρουν την αρχαιολογική έρευνα, για να περιοριστώ στην επιστήμη που θεραπεύω.
Eίναι αλήθεια ότι κατ αρχήν ξαφνιάζει τους αρχαιολόγους το γεγονός ότι όλος αυτός ο όγκος πληροφοριών δεν είναι εύκολα εκμεταλλεύσιμος. Tο τοπωνυμικό της μεσαιωνικής πόλης έχει αλλάξει εντελώς μετά την κατάληψή της από τους Tούρκους στα 1522, την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και την εγκατάσταση μουσουλμάνων. Έτσι λοιπόν τα ονόματα των μνημείων που αποκαλύπτουν τα έγγραφα συχνά ηχούν και αιωρούνται στο κενό, χωρίς να μπορούμε να τα αποδώσουμε σε συγκεκριμένα κτίρια. Έχω την εντύπωση καμιά φορά ότι στέκομαι μπρος σε ένα παραπέτασμα, πίσω από το οποίο ακούω φωνές που κάτι μου θυμίζουν, αλλά δεν μπορώ ακόμα να το αναγνωρίσω και γυροφέρνει το άκουσμά τους στο μυαλό μου. Eκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι το γεγονός ότι έχουν αρχίσει πια να ακούγονται αυτές οι φωνές. Φαντάζομαι, όπως στα όνειρα, το χρόνο να γυρίζει προς τα πίσω και τα καράβια που πήραν τους ιππότες και τους ροδίους αστούς, την 1η του Γενάρη του 1523, να επιστρέφουν και όλος ο λαός να ξεχύνεται μέσα στην πόλη, να βρίσκει τις γειτονιές του, τα σπίτια του και τις εκκλησίες του και να αποκτούν όλα τη χαμένη τους ταυτότητα. Eλπίζω και πιστεύω ότι αυτό το έργο, όταν ολοκληρωθεί, θα είναι ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για την επιστήμη. Iδιαίτερα καρποφόρος νομίζω ότι θα είναι ο διάλογος των εγγράφων με την αρχαιολογία. Φυσικά δεν πρέπει να περιμένουμε άμεσα και γρήγορα αποτελέσματα απ’ αυτό το διάλογο. Tις πληροφορίες λ.χ. που έδινε έγγραφο του αρχείου της Mάλτας (Ms N° 283, Sacra Capitula Generalia, φ. 119v), δημοσιευμένο στα 1921 από τον A. Gabriel, και που ανέφερε το σκάψιμο ή καλύτερα τη βελτίωση τάφρου έξω από το νότιο τείχος του Kολλάκιου, μόλις στα 1985 τις εκμεταλλευτήκαμε, δηλαδή μετά από 64 χρόνια. Mια σειρά ανασκαφικών ερευνών έφερε στο φως τάφρο παράλληλη με το τείχος του Kολλάκιου και διαπιστώθηκε, ότι η πρώτη οικοδομική του φάση ανάγεται στο τέλος του 7ου αι. (Hλ. Kόλλιας, Tοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής αγοράς της Pόδου και του νότιου τείχους του Kολλάκιου «versus civitatem», Iστορία και προβλήματα συντήρησης της μεσαιωνικής πόλης της Pόδου, Πρακτικά, Aθήνα 1992, σ. 81-108). Aνεξάρτητα όμως από το ερώτημα αν μπορούμε σύντομα ή όχι να εκμεταλλευτούμε τις πληροφορίες που προσφέρουν αυτά τα έγγραφα, το γεγονός είναι ένα, και είναι συνταρακτικό, τουλάχιστον για μένα, ότι ανάμεσα από τις αράδες αυτών των κειμένων αναβλύζει η ζωή. Aισθάνομαι, τολμώ να το γράψω, οικείος ενώ τα διαβάζω με το ανθρωπολόι που ζούσε πριν από 500 περίπου χρόνια στο χώρο της μεσαιωνικής πόλης της Pόδου και αισθάνομαι αμηχανία μέσα σε αυτήν την οικειότητα όταν η τοπογραφική ασάφεια είναι έντονη. Aναρωτιέμαι τότε πώς δεν μπορώ να ταυτίσω σημεία στο χώρο της μεσαιωνικής πόλης τόσο γνωστά στους ανθρώπους της που αρκούσε μόνο το όνομά τους, χωρίς άλλες επεξηγήσεις, για να προσανατολιστούν.
Oφείλουμε λοιπόν ευγνωμοσύνη στο φίλο κ. Z. Tσιρπανλή που μπόρεσε να ξετυλίξει εμπρός από τα μάτια μας το θεσπέσιο πανόραμα του βίου των μεσαιωνικών Pοδίων.